ἠλασκάζω
1ἠλασκάζω — shun pres subj act 1st sg ἠλασκάζω shun pres ind act 1st sg …
2ηλασκάζω — ἠλασκάζω και ἠλυσκάζω (Α) 1. περιφέρομαι, περιπλανώμαι («ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων», Ομ. Ιλ.) 2. ξεφεύγω, αποφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού ηλάσκω*] …
3ἠλάσκαζον — ἠλασκάζω shun imperf ind act 3rd pl ἠλασκάζω shun imperf ind act 1st sg ἠλασκάζω shun imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἠλασκάζω shun imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
4ἠλασκάζει — ἠλασκάζω shun pres ind mp 2nd sg ἠλασκάζω shun pres ind act 3rd sg …
5ἠλάσκαζες — ἠλασκάζω shun imperf ind act 2nd sg ἠλασκάζω shun imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
6ἠλασκάζειν — ἠλασκάζω shun pres inf act (attic epic) …
7ἠλασκάζων — ἠλασκάζω shun pres part act masc nom sg …
8ηλάσκω — ἠλάσκω (AM) (επικ. τ. τού ρ. αλαίνω ή αλώμαι περιπλανώμαι, περιφέρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θα μπορούσε να θεωρηθεί επαναληπτικό τού αλώμαι (θ. αλά + παρέκταση σκ ), η μακρότητα όμως τού αρχικού φωνήεντος η είναι δυσερμήνευτη. Κατά μία… …
9ηλυσκάζω — ἠλυσκάζω (Α) βλ. ηλασκάζω …
10ἠλασκάζοι — ἠλασκάζοῑ , ἠλασκάζω shun pres opt act 3rd sg …