ἠλίβᾰτος
1ηλίβατος — ἠλίβατος και δωρ. ἀλίβατος, ον (Α) 1. (στον Όμ. πάντα για απότομους βράχους) ψηλός, απότομος, απόκρημνος, ανηφορικός 2. (για δέντρα, καθώς και για τον θρόνο τού Διός στην Ολυμπία) ψηλός, μεγάλος (τῶν ἠλιβάτων θρόνων ἄρχοντα», Αριστοφ.) 3. (για τη …
2ἠλίβατος — high masc/fem nom sg …
3ἠλιβάτω — ἠλίβατος high masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἠλίβατος high masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἠλιβάτας haunting the heights masc gen sg (attic epic ionic) …
4ἠλίβατον — ἠλίβατος high masc/fem acc sg ἠλίβατος high neut nom/voc/acc sg …
5ἠλιβάτοιο — ἠλίβατος high masc/fem/neut gen sg (epic) …
6ἠλιβάτοις — ἠλίβατος high masc/fem/neut dat pl …
7ἠλιβάτοισι — ἠλίβατος high masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
8ἠλιβάτοισιν — ἠλίβατος high masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
9ἠλιβάτου — ἠλίβατος high masc/fem/neut gen sg ἠλιβάτας haunting the heights masc gen sg …
10ἠλιβάτους — ἠλίβατος high masc/fem acc pl …