1ηθάδιος — ἠθάδιος, ον (Α) ποιητ. τ. τού ἠθάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθάς, πρβλ. αμοιβάς > αμοιβάδιος] …
Dictionary of Greek
2ἠθάδιοι — ἠθάδιος masc/fem nom/voc pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)