ἠθητός

  • 1ηθητός — ἠθητός, ή, όν (Α) [ηθώ] διηθητός, διυλισμένος, στραγγισμένος …

    Dictionary of Greek

  • 2ηθητικός — ἠθητικός, ή, όν (Α) (για οίνο) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διηθήσει, να διυλίσει, ο κατάλληλος για διύλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθητός, ρηματικό επίθετο τού ηθώ] …

    Dictionary of Greek

  • 3ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… …

    Dictionary of Greek