ἠερέθομαι
1ηερέθομαι — ἠερέθομαι (Α) (επικ. τ. τού αείρομαι μόνο στο γ πληθ. πρόσ. ενεστ. και πρτ.) 1. κρέμομαι, μετεωρίζομαι, αιωρούμαι 2. (για νέους) είμαι άστατος, έχω ασταθή φρονήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. τού αείρω (Ι)* (πρβλ. ηγερέθομα αγείρω). Το αρχικό… …
2ἠερέθομαι — hang floating pres ind mp 1st sg …
3ἠερεθομένων — ἠερέθομαι hang floating pres part mp fem gen pl ἠερέθομαι hang floating pres part mp masc/neut gen pl …
4ἠερεθόμην — ἠερέθομαι hang floating imperf ind mp 1st sg ἠερέθομαι hang floating imperf ind mp 1st sg (homeric ionic) …
5ἠερέθοντο — ἠερέθομαι hang floating imperf ind mp 3rd pl ἠερέθομαι hang floating imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) …
6ἠερέθεσθαι — ἠερέθομαι hang floating pres inf mp …
7ἠερέθεται — ἠερέθομαι hang floating pres ind mp 3rd sg …
8ἠερέθονται — ἠερέθομαι hang floating pres ind mp 3rd pl …