ἠελιῶτις
1ἠελιῶτις — ἡλιώτης of the sun fem nom sg ἠελιῶτις ah! fem nom sg …
2ηελιώτης — ἠελιώτης, ὁ, θηλ. ήελιῶτις, ιδος (Α) [ηέλιος] ιων. και ποιητ. τ. τού ηλιώτης* …
3ηλιώτης — ἡλιώτης, ὁ, θηλ. ἡλιῶτις, ποιητ. τ. θηλ. ἠελιῶτις, ἡ (Α) 1. αυτός που ανήκει στον ήλιο («ἀκτῑν ἐς ἡλιῶτιν», Σοφ.) 2. (αρσ. πληθ.) οἱ ἡλιῶται οι κάτοικοι τού ήλιου 3. θηλ. ἡ ἡλιῶτις ιωνική ονομασία τής αυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + κατάλ. ωτης… …
4ἠελιώτιδας — ἠελιώ̱τιδας , ἡλιώτης of the sun fem acc pl ἠελιῶτις ah! fem acc pl …
5ἠελιώτιδος — ἠελιώ̱τιδος , ἡλιώτης of the sun fem gen sg ἠελιῶτις ah! fem gen sg …