ἠίων θημῶνα

  • 1ήια — (I) ἤϊα και ᾖα, τὰ (Α) 1. προμήθειες για ταξίδι, εφόδια («καὶ νύκεν ἤϊα πάντα κατέφθιτο», Ομ. Οδ.) 2. τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μια άποψη, πρόκειται για την ονομ. πληθ. τού ουδ. τού ρηματ. επιθ. ήιος «πορεύσιμος (< είμι «πηγαίνω») …

    Dictionary of Greek

  • 2θημών — θημών, ὁ (Α) σωρός («ὡς δ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τίθημι. Η αρχική σημασία «σωρός» εξειδικεύθηκε πολύ νωρίς σε «σωρός από θερισμένα στάχια»] …

    Dictionary of Greek

  • 3καρφαλέος — καρφαλέος, α, ον (Α) 1. πολύ ξερός, κατάξερος (α. «ὡς δ ἄνεμος... ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ. β. «καρφαλέον δὲ οἱ ἀσπίς... ἄϋσεν» η ασπίδα του έβγαλε ξερό, δηλ. οξύ ήχο, Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ξεραίνει κάτι («καρφαλέον πῡρ», Νίκ.).… …

    Dictionary of Greek