ἠέρα
1ἠέρα — ἀήρ Aër. masc/fem acc sg (epic) …
2ἠέρ' — ἠέρα , ἀήρ Aër. masc/fem acc sg (epic) ἠέρι , ἀήρ Aër. masc/fem dat sg (epic) ἠέρε , ἀήρ Aër. masc/fem nom/voc/acc dual (epic) …
3HYPERBOREI populi — et montes, qui et Riphaei, ultra Scythiam, teste Arist. Virg. Georg. l. 3. v. 196. et 381. Vett. hos circa Tanais fluv. fontes describunt, cum ibi maxima sit planities. Argumenti ratio postulat (inquit H. Iacobius) ut in Hyperboreorum sedes… …
4καταγράφω — (AM καταγράφω) 1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.) 2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.) 3.… …
5νεόφοιτος — νεόφοιτος, ον (Α) 1. αυτός που πρόσφατα άρχισε να συχνάζει κάπου 2. αυτός που μόλις έφτασε κάπου 3. (με παθ. σημ.) αυτός που πατήθηκε για πρώτη φορά («Ἰκάρου ὦ νεόφοιτον ἐς ἠέρα πωτηθέντος... τύμβε», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φοιτος… …