ἕψησις
11έψηση — η (Α ἕψησις) [ἕψω] βράσιμο, μαγείρεμα νεοελλ. ψήσιμο αρχ. 1. (για μεταλλεύματα) η τήξη, η χώνευση …
12κακότητα — η (AM κακότης) [κακός] 1. κακός χαρακτήρας, κακία, έχθρα, μοχθηρία, πονηρία («τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος», Ομ. Ιλ.) 2. κακή πρόθεση («οὐδεμιῇ κακότητι λειφθῆναι τῆς ναυμαχίης», Ηρόδ.) μσν. αρχ. κακή κατάσταση, αθλιότητα («εὐναὶ δὲ παράτροποι… …
13παρέψησις — ἡ, Α το βράσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔψησις (< ἔψω «βράζω»)] …
14ԵՓ — (եփոյ.) NBH 1 0705 Chronological Sequence: Unknown date գ. ἕψησις coctio Արմատ Եփելոյ, որպէս Եփումն. եփ, եփուածք. որ եւ յն. էփսիսիս. Տե՛ս եւ Եփոյ. *Ոսպ բռամբ առեալ՝ էարկ յեփ. Վրք. հց. ՟Ե …
15ἑψήσεων — ἑψήσεω̆ν , ἕψησις boiling fem gen pl …
16ἑψήσεως — ἑψήσεω̆ς , ἕψησις boiling fem gen sg (attic) …
17ἑψήσῃ — ἑψήσηι , ἕψησις boiling fem dat sg (epic) ἕψω Acut. (Sp.) aor subj mid 2nd sg ἕψω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg ἕψω Acut. (Sp.) fut ind mid 2nd sg ἑψάω aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἑψάω aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἑψάω fut ind mid… …
- 1
- 2