ἕτερον τοσοῦτον

  • 1τοσούτος — τοσαύτη, τοσοῡτο(ν), ΜΑ, και επικ. τ. τοσσοῡτος και αιολ. τ. τεσσοῡτος, Α (δεικτ. αντων.) 1. τόσος, τόσο μεγάλος, τόσο πολύς («χρόνον τοσοῡτον, εἰς ὅσον, Σοφ.) 2. (η αιτ. εν. ή πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) τοσοῡτο(ν), τοσοῡτο. τόσο πολύ ή τόσο… …

    Dictionary of Greek

  • 2εξαλλάσσω — ἐξαλλάσσω AM, Α και αττ. τ. ἐξαλλάττω [αλλάσσω] αλλάζω κάτι εντελώς («ἀλλ ὡς ἡδὺ παρεμφερὲς ἐξηλλαγμένον χρόαις», Διγ. Ακρ.) αρχ. 1. εξελίσσομαι, διαφοροποιούμαι («γένος ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον», Θεόφρ.) 2. εγκαταλείπω, φεύγω («ἐξαλλάξας… …

    Dictionary of Greek

  • 3μαχαιροποιείον — μαχαιροποιεῑον, τὸ (Α) [μαχαιροποιός] εργαστήριο κατασκευής μαχαιριών («τὸ δὲ μαχαιροποιεῑον οὐκ ἔλαττον ἢ τοσοῡτον ἕτερον», Δημοσθ.) …

    Dictionary of Greek

  • 4ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …

    Православная энциклопедия