ἕξ ἱστῶν
1ἱστών — weaving shed masc nom/voc sg …
2ἱστῶν — ἱστάω pres part act masc voc sg (ionic) ἱστάω pres part act neut nom/voc/acc sg (ionic) ἱστάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἱστός anything set upright masc gen pl …
3ἴστων — οἶδα see perf imperat act 3rd dual οἶδα see perf imperat act 3rd pl …
4ἵστων — ἵ̱στων , ἱστάω imperf ind act 3rd pl (ionic) ἵ̱στων , ἱστάω imperf ind act 1st sg (ionic) ἱστάω imperf ind act 3rd pl (ionic) ἱστάω imperf ind act 1st sg (ionic) …
5ἱστῶνα — ἱστών weaving shed masc acc sg …
6ἱστῶνος — ἱστών weaving shed masc gen sg …
7ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς …
8έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… …
9αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …
10διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …