ἕννῦμι
101ευείμων — εὐείμων, ον (Α) ωραία ντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειμων (< είμα «ένδυμα» < έννυμι «ενδύομαι»), πρβλ. κακο είμων, μελαν είμων] …
102εφέννυμι — ἐφέννυμι (Α) (άχρ. τ.) βλ. ἐπιέννυμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕννυμι «ενδύω»] …
103καθέννυμι — (Α) καταέννυμι*, ντύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἕννυμι «ενδύω»] …
104καταέννυμι — και καταεινύω (Α) καλύπτω, σκεπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἔννυμι «ενδύω»] …
105περιέννυμι — Α περιβάλλω με ενδύματα, ντύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἔννυμι «περιβάλλω, ενδύω»] …
106υποέστης — Α (κατά τον Ησύχ.) «χιτών». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + έστης (< ἕννυμι «ντύνω»] …
107υφέννυμι — Α φορώ σε κάποιον ένδυμα κάτω από άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἕννυμι «ντύνω»] …
108.εῖσθαι — εἷσθαι , ἕννυμι ves perf inf pass εἷσθαι , ἕζομαι seat oneself perf inf mp εἷσθαι , ἵημι Ja c io perf inf mp …
109.εῖται — εἷται , ἕννυμι ves perf ind pass 3rd sg εἷται , ἕζομαι seat oneself perf ind mp 3rd sg εἷται , ἵημι Ja c io perf ind mp 3rd sg …
110.ούσεις — ἕσεις , ἕννυμι ves fut ind act 2nd sg ἕσεις , ἕσις a sending forth fem nom/voc pl (attic epic) ἕσεις , ἕσις a sending forth fem nom/acc pl (attic) ἕσεις , ἕζομαι seat oneself aor subj act 2nd sg (epic) ἔσεις , εἴσειμι enter pres ind act 2nd sg… …