ἕλικας
1έλικας — έλικας, ο και έλικα, η και έλιγκας, ο 1. γύρος, σπειροειδής γραμμή, καθετί που έχει περιστραφεί με σπειροειδή τρόπο. 2. (μαθ.), καμπύλη γραμμή που γράφεται από σημείο που μετακινείται με ίση ταχύτητα σε μια ευθεία, ενώ η ευθεία στρέφεται με ίση… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… …
3ἑλικάς — ἑλικά̱ς , ἑλικός eddying fem acc pl …
4Ἑλίκας — Ἑλίκᾱς , Ἑλίκη fem acc pl Ἑλίκᾱς , Ἑλίκη fem gen sg (doric aeolic) …
5ἑλίκας — ἑλίκᾱς , ἑλίκη winding fem acc pl ἑλίκᾱς , ἑλίκη winding fem gen sg (doric aeolic) …
6Ἕλικας — Ἕλιξ masc acc pl …
7ἕλικας — ἕλιξ 1 twisted masc/fem acc pl ἕλιξ 2 anything which assumes a spiral shape fem acc pl …
8αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …
9βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… …
10ελικόπτερο — Εναέριο όχημα του οποίου η στήριξη και η πρόωση παράγονται από μία ή περισσότερες μεγάλες έλικες μεταβλητού βήματος, που κινούνται από ενδοθερμικούς κινητήρες. Ο άξονας περιστροφής των ελίκων είναι κάθετος ή περίπου κάθετος και, ανάλογα με την… …