ἕλικας

  • 21έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …

    Dictionary of Greek

  • 22ακανθίας — Γένος ψαριών της οικογένειας των σπινακιδών. Η οικογένεια αυτή διακρίνεται από τα δύο ραχιαία πτερύγιά της, από τα οποία το ένα βρίσκεται μπροστά από τα στηθικά, σε κάθετη γραμμή. Ο σπειροειδής έλικας του πεπτικού σωλήνα έχει λιγότερο πλατιές… …

    Dictionary of Greek

  • 23ακτινοφόρος — α, ο (Α ἀκτινοφόρος) αυτός που έχει ακτίνες αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἀκτινοφόρος είδος κοχυλιού ακτινωτού (αλλιώς έλικας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίς ίνος + φορος < φέρω] …

    Dictionary of Greek

  • 24αλεξία — Μορφή αφασίας, κατά την οποία παρατηρείται αδυναμία ανάγνωσης και προφορικής έκφρασης λέξεων. Ονομάζεται και λεκτική τύφλωση και μπορεί να είναι μερική ή ολική, να συνδέεται δηλαδή με ορισμένα ή με όλα τα γράμματα. Η α. οφείλεται σε οργανικές… …

    Dictionary of Greek

  • 25αμυγδαλοειδής — Αυτός που έχει σχήμα αμυγδάλου, που μοιάζει με αμύγδαλο. Α. είναι και ονομασία που χαρακτηρίζει ηφαιστειογενή πετρώματα με κοιλότητες σε σχήμα αμυγδάλου. Οι κοιλότητες αυτές δημιουργήθηκαν από φουσκάλες ατμού μέσα στη λάβα και έχουν μέγεθος… …

    Dictionary of Greek

  • 26ανεμιστήρας — Μηχάνημα που χρησιμεύει για την ανανέωση του αέρα σε κλειστούς χώρους ή για τη δημιουργία ρεύματος αέρα (εξαερισμός κτιρίων και ορυχείων, τροφοδοσία με αέρα και απομάκρυνση των αερίων καύσης από λέβητες και κάμινους, ψύξη τμημάτων μηχανών, ψύξη… …

    Dictionary of Greek

  • 27βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… …

    Dictionary of Greek

  • 28δαρβίνειος — α, ο και δαρβινικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Δαρβίνο και στη θεωρία του για την εξέλιξη 2. φρ. «δαρβίνειο φύμα» μικρή προεξοχή στην άνω οπίσθια μοίρα τής έλικας τού πτερυγίου τού αφτιού …

    Dictionary of Greek

  • 29εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… …

    Dictionary of Greek

  • 30ειλεοκυστεοπλασία — η χειρουργική αποκατάσταση τμήματος τής ουροδόχου κύστης με τμήμα εντερικής έλικας …

    Dictionary of Greek