ἕκηλος
1έκηλος — ἕκηλος, ον, δωρ. τ. ἕκαλος, ον (Α) 1. ήσυχος, αμέριμνος, ξέγνοιαστος 2. αυτός που ενεργεί χωρίς εμπόδιο, ανεμπόδιστος 3. (για αγρό) ακαλλιέργητος, χέρσος 4. (για δέντρα) αυτός που δεν κινείται από άνεμο ή καταιγίδα, ασάλευτος 5. (το ουδ. πληθ. ως …
2ἕκηλος — at rest masc/fem nom sg …
3ἕκηλον — ἕκηλος at rest masc/fem acc sg ἕκηλος at rest neut nom/voc/acc sg …
4ἑκήλοις — ἕκηλος at rest masc/fem/neut dat pl …
5ἑκήλου — ἕκηλος at rest masc/fem/neut gen sg …
6ἕκηλα — ἕκηλος at rest neut nom/voc/acc pl …
7ἕκηλοι — ἕκηλος at rest masc/fem nom/voc pl …
8εύκηλος — (I) εὔκηλος, ον, θηλ. και εὐκήλη, δωρ. τ. εὔκαλος, ον (Α) 1. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, ατάραχος, ήσυχος («εὔκηλοι πολέμιζον», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) ήσυχος, ήρεμος («αὔραις εὐκήλοισιν», Οππ.). επίρρ... εὐκήλως (Α) ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ …
9веселый — весел, весела, весело, укр. веселий, ст слав. веселъ κεχαριτωμένος (Супр.), болг. весел, сербохорв. ве̏сео, ве̏села, словен. vesȇɫ, чеш. vesely, слвц. vesely, польск. wesoɫy, др. польск. wiesioɫy, в. луж., н. луж. wjesoɫy. Родственно лтш.… …
10-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …
- 1
- 2