ἕδρ-α
1-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …
2GRAECI — apud Suet. Tib. Ner. c. 46. Comites peregrinationum cibariss tantu, sustentavit: unâ modo liberalitate ex indulgentia vitrici prosecutus, cum tribus classibus factis pro dignitate cuiusque primae sexcenta sestertia, secundae quadringenta… …
3θαλασσαίος — θαλασσαῑος, α, ον (Α) θαλάσσιος («θαλασσαῑον... δελφῑνα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσ α + επίθημα αιος (πρβλ. εδρ αίος, εχιδν αίος)] …
4καπαίος — καπαῑος, α, ον (Α) (ως επίθ. τού Διός) αυτός που τοποθετήθηκε σε φάτνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπη «φάτνη» + κατάλ. αῖος (πρβλ. εδρ αίος, εχιδν αίος)] …
5κελύφανον — κελύφανον, τὸ (Α) το κέλυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλυφος + κατάλ. ανον (πρβλ. έδρ ανον, όργ ανον)] …
6κόπανο — (I) το (ΑM κόπανον) το όργανο με το οποίο κοπανίζουμε, κόπανος, γουδοχέρι νεοελλ. 1. το ξύλο με το οποίο χτυπά κάποιος τα ρούχα τής πλύσης, ο κόπανος 2. λαϊκή ονομασία τού φυτού λάπαθο το πολύχρωμο μσν. φρ. «κοπάνου γυμνότερος» εντελώς… …
7κόπρανα — τα (ΑM κόπρανα) τα στερεά άχρηστα προϊόντα τής πέψης που αποβάλλονται διά μέσου τού πρωκτού, τα περιττώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + επίθημα αν ον (πρβλ. έδρ αν ον, κόπ αν ον)] …
8λάσανον — λάσανον, τὸ (Α) 1. (πολύ συχνά στον πληθ.) τὰ λάσανα τρίπολη σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούσαν τη χύτρα 2. (στον εν.) έδρα για αποπάτηση, καθοίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται για ουσιαστικό που δηλώνει όργανο με τη χαρακτηριστική… …
9περαίος — αία, ον, θηλ. ιων. τ. περαίη Α 1. αυτός που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά ή στην απέναντι όχθη θάλασσας ή ποταμού, ο αντικρινός («περαία ἤπειρος», Απολλ. Ρόδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ περαία (ενν. γη, χώρα) α) χώρα που βρίσκεται στην απέναντι όχθη… …
10πλάθανο — το / πλάθανον, ΝΑ πλατιά σανίδα στην οποία πλάθουν ψωμί, πίτες κ.λπ., πλασταριά αρχ. (κατά τον Πολυδ.) ο τόπος όπου ψήνουν το ψωμί ή τις πίτες, φούρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαθ τού πλάσσω* + επίθημα ανον (πρβλ. έδρ ανον, σπάργ ανον)] …
- 1
- 2