ἕβδομος

  • 81Ζερμινάλ — (Germinal). Ο έβδομος μήνας του ημερολογίου της Γαλλικής επανάστασης, που ίσχυσε από το 1793 έως το 1805 και αντιστοιχούσε στο διάστημα από 21/22 Μαρτίου έως 19/20 Απριλίου. Στις 12 Ζ. του τρίτου έτους της επανάστασης, σημειώθηκε εξέγερση των… …

    Dictionary of Greek

  • 82Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …

    Dictionary of Greek

  • 83Ισμαήλ — I (4ος αι. μ.Χ.).Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Ι. έζησε στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη. Σε ένα ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον συντρόφευαν οι Πέρσες Μανουήλ και Σαβέλ, αποδοκίμασε τον αυτοκράτορα γιατί θυσίαζε στα… …

    Dictionary of Greek

  • 84Ιωάς — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ισραήλ (841 825 π.Χ.). Διαδέχθηκε τον Ιωάχαζ. Αιχμαλώτισε τον ηττημένο βασιλιά του Ιούδα, κυρίευσε την Ιερουσαλήμ και λεηλάτησε τα ανάκτορα και τον ναό της. 2. Έβδομος βασιλιάς του Ιούδα (874 840 π.Χ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 85Ιωάχαζ — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Ενδέκατος βασιλιάς του Ισραήλ (814 798 π.Χ.). 2. Ι. ή Σελλούμ. Δέκατος έβδομος βασιλιάς του Ιούδα (608 π.Χ.). Άσκησε τα καθήκοντά του μόνο για τρεις μήνες, αφού εκθρονίστηκε από τον φαραώ της Αιγύπτου …

    Dictionary of Greek

  • 86Κέκροπας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αγαθός δαίμονας του παλιού βασιλικού ανακτόρου της ακρόπολης της αρχαίας Αθήνας, Κεκροπίας. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν μισός άνθρωπος, μισός φίδι και λατρευόταν στο Κεκρόπιο (βλ. λ.) του Ερεχθείου, όπου πίστευαν… …

    Dictionary of Greek

  • 87Κοπάσης, Ανδρέας ή Ανδρουλιδάκης — (1856 – 1912). Ο δέκατος έβδομος και τελευταίος ηγεμόνας της Σάμου (1907 12). Διετέλεσε υπάλληλος της τουρκικής διοίκησης στην Κρήτη και κατά την εξέγερση του 1899 ήταν αρχιγραμματέας του γενικού διοικητή Τζεβάτ πασά, με το όνομα Ανδρουλιδάκης.… …

    Dictionary of Greek

  • 88Μακ Κάρθι, Μέρι — (Mary MacCarthy, Σιάτλ, Ουάσινγκτον 1912 – 1989). Αμερικανίδα συγγραφέας. Αποφοίτησε από το κολέγιο Vassar και σύντομα άρχισε να γράφει στα περιοδικά The Nation και New Republic. Αργότερα ασχολήθηκε με την κριτική στο Partisan Review. Στα δοκίμιά …

    Dictionary of Greek

  • 89Ο, ο — (αρχαία ελληνικά ου και μεταγενέστερα ο μικρόν). Το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό ajin (μάτι), το οποίο διαλεκτικά προφερόταν δη. Η παράσταση του σημιτικού ajin ήταν Ο και αυτό το σχήμα είχε γενικά, με… …

    Dictionary of Greek

  • 90Πιερίας, νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντρικής Μακεδονίας, αντίστοιχη περίπου προς την αρχαία Πιερία (ένα τμήμα της τελευταίας, ανατολικά του Αλιάκμονα, ανήκει στο νομό Ημαθίας). Στα Β ο νομός Π. συνορεύει με το νομό Ημαθίας, στα Δ με τους νομούς Ημαθίας και… …

    Dictionary of Greek