ἕβδομος

  • 61εφέβδομος — ἐφέβδομος, ον (Α) αυτός που περιλαμβάνει το όλον και ένα έβδομο τού όλου (1+1/7). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕβδομος] …

    Dictionary of Greek

  • 62εφεπτακαιδέκατος — ἐφεπτακαιδέκατος, ον (Α) αυτός που περιέχει μία ακέραια μονάδα και το ένα δέκατο έβδομό της (1+1/17). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑπτα και δέκατος «δέκατος έβδομος»] …

    Dictionary of Greek

  • 63εφτάπατος — η, ο 1. (για κτήρια) αυτός που έχει επτά πατώματα, επτά ορόφους 2. (το ουδ. ως ουσ. σπαν.) το εφτάπατο ο έβδομος όροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + πάτος] …

    Dictionary of Greek

  • 64ησκιάδα — η πυκνή σκιά, ήσκιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήσκιος + επίθημα αδα (πρβλ. έβδομος > εβδομ άδα)] …

    Dictionary of Greek

  • 65κατεβδοματώ — κατεβδοματῶ, έω (Α) διαιρώ σε κατηγορίες κατά επτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑβδόματος «έβδομος»)] …

    Dictionary of Greek

  • 66κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …

    Dictionary of Greek

  • 67κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …

    Dictionary of Greek

  • 68μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …

    Dictionary of Greek

  • 69νη — (I) νή, βοιωτ. και αρκαδ. τ. νεί (Α) μόριο το οποίο χρησιμοποιείται: 1. προκειμένου να δηλώσει ισχυρή βεβαίωση: α) (όταν συντάσσεται με αιτιατική τού ονόματος θεότητας στην οποία ορκίζεται κάποιος) ναι, μα («νὴ Δία κἀμὲ τοῡτ ἔδρασε ταυτόν»,… …

    Dictionary of Greek

  • 70ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …

    Dictionary of Greek