ἕβδομος
51έφτατος — ἕφτατος, ον και ἕπτατος, ον (Μ) έβδομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτά + κατάλ. τών τακτικών αριθμητικών τος (πρβλ. δέκα τος, τέταρ τος)] …
52αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… …
53γαμοστόλος — και γαμοστόλας, ο (AM γαμοστόλος, Μ και γαμοστόλας) νεοελλ. η γαμήλια πομπή αρχ. μσν. αυτός που κάνει προετοιμασίες για τον γάμο αρχ. ο έβδομος οίκος τού ωροσκοπίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάμος + στόλος < στόλος < στέλλω] …
54εβδομαίος — α, ο (AM ἑβδομαῑος, α, ον) 1. αυτός που γίνεται την έβδομη μέρα 2. έβδομος 3. (για πυρετό) αυτός που επανέρχεται κάθε έβδομη μέρα αρχ. 1. αυτός που έχει ηλικία επτά ημερών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑβδομαῑον μηνιαία γιορτή προς τιμήν τού Απόλλωνος …
55εβδομαδικός — ἑβδομαδικός, ή, όν (AM) (Μ και ἑβδοματικός, ή, όν) 1. έβδομος 2. αυτός που τελείται κάθε επτά χρόνια …
56εβδόματος — ἑβδόματος, ον (Α) έβδομος …
57εικοστοέβδομος — εἰκοστοέβδομος, ον (Α) ο εικοστός έβδομος …
58επτακαιδέκατος — ἑπτακαιδέκατος, η, ον και ος, ον (AM) ο δέκατος έβδομος …
59επταούρανο — το (Μ ἑπταούρανον) ο έβδομος ουρανός τής θεολογικής δόξας …
60ερημάς — ἐρημάς, άδος, ἡ (Α) ανώμαλο θηλ. τού επιθ. ερήμος, έρημος 1. έρημη, μοναχική 2. (με γεν.) στερημένη από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερήμος + ας, αδος (πρβλ. εβδομάς < έβδομος)] …