ἔ-κτᾰν

  • 1κτάν' — κτάνε , κτείνω kill aor imperat act 2nd sg κτάνε , κτείνω kill aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2θεόκταντος — θεόκταντος, ον (Μ) αυτός που σκοτώθηκε από θεία προσταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κταντος (< θ. κταν τού ρ. κτείνω, πρβλ. παθ. αόρ. ε κτάν θην), τ. που απαντά μόνο το παρόν συνθ. επίθ.] …

    Dictionary of Greek

  • 3κτάντης — κτάντης, ὁ (Α) φονέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κταν (πρβλ. ἔ κταν ον, αόρ. τού κτείνω «φονεύω») + κατάλ. της] …

    Dictionary of Greek

  • 4πατροκτασία — ἡ, ΝΑ η πατροκτονία, ο φόνος τού πατέρα από το παιδί του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + κτασία < *κτατος (< θ. κτα , πρβλ. ἔ κταν ον, αόρ. β τού κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. ανδρο κτασία] …

    Dictionary of Greek

  • 5πυοκτανίνη — η, Ν (φαρμ.) περιληπτική ονομασία συνθετικών χρωστικών, χωρίς χημική συγγένεια, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την αντισηπτική τους δράση ως κολλύρια, διαλύματα για γαργαρισμούς και διαλύματα για δερματολογική χρήση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ …

    Dictionary of Greek