ἔϑω
111ερέθω — ἐρέθω (Α) (παλ. ποιητ. τύπος τού ερεθίζω) 1. ταράσσω, εξοργίζω («μὴ μ’ ἔρεθε, σχετλίη» μη μ’ εξοργίζεις, δυστυχισμένη, Ομ. Ιλ.) 2. εγείρω, αυξάνω 3. εξερευνώ, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέθω ανάγεται σε ΙΕ ρ. *er «θέτω σε κίνηση, εγείρω» (πρβλ.… …
112νεμέθω — (Α) νέμω, βόσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επικό τ. τού νέμω με επίθημα έθω, πιθ. για μετρικούς λόγους (πρβλ. θαλέθω: θάλλω)] …
113φλεγέθω — Α (ποιητ. τ.) 1. (μτβ.) καταφλέγω> κατακαίω («πῦρ πόλιν φλεγέθει», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) α) φλέγομαι, καίγομαι («πυρσοί τε φλεγέθουσι», Ομ. Ιλ.) β) (κυριολ. και μτφ.) λάμπω, αστράφτω (α. «κεραυνοῦ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ. β. «Διὸς ἵμερος... παντᾶ …
114ՍՈՎՈՐ — (ից.) NBH 2 0729 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 13c ա. εἱωθώς, ἑθάς, συνήθης suetus, adsuetus, consuetus, familiaris եւ solitus. Ընդելեալ ոք իմիք ստէպ յաճախութեամբ. սովորած. ծանօթ. սովրած, սորված. ...… …
115ՍՈՎՈՐԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0730 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c չ. եւ հ. ՍՈՎՈՐԻՄ որ եւ ՍՈՎՈՐԵՄ. ἕθω, εἱώθε, συνεθίζομαι consuevit. Սովորեմ, է. սովորութիւն առնել կամ ունել. բնաւորիլ. վարժիլ. ընտելանալ. ուսանիլ. սովրիլ, սորվիլ. ...… …
116.άθητε — ἔθητε , ἔθω to be accustomed pres subj act 2nd pl ἔθητε , θάω imperf ind act 2nd pl …
117διεσήθετο — διά , εἰσ ἔθω to be accustomed imperf ind mp 3rd sg διά εἰσηθέω inject by a syringe imperf ind mp 3rd sg διά εἰσηθέω inject by a syringe imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …
118εἰωθυιῶν — εἰωθυῑῶν , ἔθω to be accustomed perf part act fem gen pl …
119εἰωθυίης — εἰωθυί̱ης , ἔθω to be accustomed perf part act fem gen sg (epic ionic) …
120εἰωθυίᾳ — εἰωθυί̱ᾱͅ , ἔθω to be accustomed perf part act fem dat sg (attic doric aeolic) …