ἔψυξα
1ἔψυξα — ἔψῡξα , ψύχω Phdr.. aor ind act 1st sg …
2ψύχω — έψυξα, ψύχτηκα, ψυγμένος, κάνω κάτι ψυχρό, το παγώνω, το κρυώνω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ψύχω — ψύχω, έψυξα βλ. πίν. 31 …