ἔψησα
1ἕψησα — ἕψω Acut. (Sp.) aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἑψάω aor ind act 1st sg (attic ionic) ἑψέω aor ind act 1st sg (homeric ionic) …
2ἑψήσας — ἑψήσᾱς , ἕψω Acut. (Sp.) aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἑψήσᾱς , ἑψάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἑψήσᾱς , ἑψέω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
3ἑψήσασα — ἑψήσᾱσα , ἕψω Acut. (Sp.) aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἑψήσᾱσα , ἑψάω aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἑψήσᾱσα , ἑψέω aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4ἑψήσασαι — ἑψήσᾱσαι , ἕψω Acut. (Sp.) aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) ἑψήσᾱσαι , ἑψάω aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) ἑψήσᾱσαι , ἑψέω aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …
5ἑψήσασαν — ἑψήσᾱσαν , ἕψω Acut. (Sp.) aor part act fem acc sg (attic epic ionic) ἑψήσᾱσαν , ἑψάω aor part act fem acc sg (attic epic ionic) ἑψήσᾱσαν , ἑψέω aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …
6ψήνω — ΝΜ, και ψένω Ν 1. υποβάλλω κάτι στην επίδραση τής φωτιάς 2. βράζω ή μαγειρεύω νεοελλ. 1. ζεσταίνω πάρα πολύ («μάς έψησε η ζέστη») 2. μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μέ έψησε τόσα χρόνια με τη γκρίνια του» β. «ψήνεται στον πυρετό») 3. πείθω,… …
7ψήσιμο — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψήνω («το ψήσιμο τού αρνιού») 2. (γενικά) μαγείρεμα, βράσιμο («το ψήσιμο τού καφέ») 3. (σχετικά με πράγμ.) όπτηση («ψήσιμο κεραμεικών») 4. μτφ. προσπάθεια για δημιουργία ερωτικού δεσμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ.… …
8ψήστης — ο, Ν 1. σκεύος για το καβούρντισμα τού καφέ, καβουρντιστήρι 2. υπάλληλος ψησταριάς που αναλαμβάνει το ψήσιμο τού κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αορ. έψησα τού ἕψω / ψήνω + επίθημα της*] …
9ψησιά — η, Ν ποσότητα τροφίμων που ψήνονται μαζί, σε μια δόση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αόρ. έψησα τού ψήνω + κατάλ. ιά (πρβλ. πατησ ιά)] …
10ψηστήρι — το, Ν επίμονη προσπάθεια που κάνει κάποιος για να πείσει κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αορ. έψησα τού ἕψω / ψήνω + επίθημα τήρι (πρβλ. σκαλισ τήρι)] …
- 1
- 2