ἔψεξα
1ἔψεξα — ψέγω blame aor ind act 1st sg …
2ψέγω — έψεξα, κατηγορώ, επικρίνω, αποδοκιμάζω, κακολογώ: Άδικα τον έψεξες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ψέγω — ψέγω, έψεξα βλ. πίν. 21 …