ἔχονθ'

  • 1ἔχονθ' — ἔχοντα , ἔχω check pres part act neut nom/voc/acc pl ἔχοντα , ἔχω check pres part act masc acc sg ἔχοντι , ἔχω check pres part act masc/neut dat sg ἔχοντι , ἔχω check pres ind act 3rd pl (doric) ἔχοντε , ἔχω check pres part act masc/neut… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2επάξιος — α, ο (AM ἐπάξιος, ία, ον) 1. ο πραγματικά άξιος, ο αντάξιος, ο ισάξιος («ἔχονθ ἕκαστον τῆς δίκης ἐπάξια», Αισχύλ.) 2. αυτός που γίνεται κατ αξίαν, δικαίως, που αρμόζει, που πρέπει («ἐλευθέρα καλεῑ τὸ λοιπὸν καὶ γάμων ἐπαξίων τεύξει», Σοφ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 3υποκόλπιος — ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά κάποιου («μὴ τὸν ἐραστὴν εἶδες ἔχονθ ὑποκόλπιον ἄλλην;», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που είναι κρυμμένος μέσα στην αγκαλιά ή κάτω από τη ζώνη κάποιου (α. «βιβλίδιον... πολλάκι φοιτήσεις ὑποκόλπιον», Ανθ.… …

    Dictionary of Greek