ἔχθρα

  • 51εχθρικός — ή, ό (Α ἐχθρικός, ή, όν) [εχθρός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εχθρό ή προέρχεται από αυτόν («εχθρικός στρατός») νεοελλ. αυτός που φανερώνει έχθρα («εχθρική συμπεριφορά»). επίρρ... εχθρικώς και ά κατά τρόπο εχθρικό …

    Dictionary of Greek

  • 52εχθροπάθεια — η εχθρικό πάθος, εχθρική διάθεση εναντίον κάποιου, ισχυρή ή έμμονη έχθρα, μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + παθεια (< παθής < αόρ. έ παθ ον τού πάσχω*). Η λ. μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι] …

    Dictionary of Greek

  • 53εχθρότητα — η εχθρική διάθεση, έχθρα, μίσος, απέχθεια, εχθρικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός. Η λ. στον λόγιο τ. εχθρότης μαρτυρείται στον Στέφανο Κουμανούδη] …

    Dictionary of Greek

  • 54θεοεχθρία — θεοεχθρία, ή (Α) 1. η έχθρα κατά τού θεού 2. το να είναι κάποιος μισητός σε θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + εχθρία (< εχθρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 55θεοστυγία — θεοστυγία, ἡ (Α) [θεοστυγώ] έχθρα προς τον θεό …

    Dictionary of Greek

  • 56κάκια — και κακιά, η 1. έχθρα, εχθρότητα, μνησικακία, κάκιωμα («από τότε μού κρατάει κάκια») 2. ψυχρότητα μεταξύ πρώην φίλων, διαταραχή τών σχέσεων μεταξύ φίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. κακίζω, υποχωρητικά] …

    Dictionary of Greek

  • 57κάκωση — η (AM κάκωσις, Μ και κάκωση) [κακώ] κακοποίηση, κακομεταχείριση νεοελλ. ιατρ. ελαφρά ή και βαριά σωματική βλάβη που έχει προκληθεί από άλλο άτομο ή από εξωτερική βίαιη ενέργεια νεοελλ. μσν. κακοπάθεια, ταλαιπωρία μσν. 1. κακή πράξη 2. καταστροφή… …

    Dictionary of Greek

  • 58κακία — η (AM κακία) [κακός] 1. η ιδιότητα τού κακού ανθρώπου, η έλλειψη αρετής, η κακοήθεια 2. πονηρία, μοχθηρία, κακεντρέχεια 3. σκληρότητα νεοελλ. μσν. 1. οργή, θυμός 2. έχθρα, μίσος μσν. 1. ατιμία, ανηθικότητα 2. αλαζονεία, φιλοδοξία 3. μνησικακία… …

    Dictionary of Greek

  • 59κακοσύνη — η (Μ κακοσύνη) μτφ. η μεταβολή των καιρικών συνθηκών προς το χειρότερο, κακοκαιρία νεοελλ. 1. κακία, έχθρα 2. οργή, θυμός μσν. 1. κακό, κακή πράξη 2. σωματική κάκωση, κακοποίηση 3. κακοτυχία 4. αντικανονική ενέργεια, πράξη όχι σωστή. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 60κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …

    Dictionary of Greek