ἔχθρα

  • 41διεχθρεύω — (Α) 1. συμπεριφέρομαι εχθρικά 2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το διεχθρεῡον η έχθρα …

    Dictionary of Greek

  • 42δυσχέρεια — η (AM δυσχέρεια) δυσκολία, εμπόδιο, κώλυμα («δυσχέρεια εκλογής», «το πρόβλημα παρουσιάζει δυσχέρειες», «δυσχέρεια αναπνοής», «δυσχέρειες ακοής» κ.λπ.) νεοελλ. (ειδ. για χρήματα) οικονομική δυσπραγία («ταμειακή δυσχέρεια») αρχ. 1. (για πράγμ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 43δύσνους — ουν (AM δύσνους, ουν Α και οος, οον) νεοελλ. βραδύνους μσν. το ουδ. ως ουσ. το μίσος, η έχθρα αρχ. δυσμενής …

    Dictionary of Greek

  • 44εθέλεχθρος — ἐθέλεχθρος, ον (Α) αυτός που εχθρεύεται κάποιον και θέλει να διατηρήσει την έχθρα του …

    Dictionary of Greek

  • 45ενέχω — (AM ἐνέχω) [έχω] 1. μέσ. έχω ενοχή σε κάτι, είμαι ένοχος, είμαι μπλεγμένος σε κολάσιμη πράξη («ενέχεται σε φόνο») 2. είμαι υπεύθυνος, συμμετέχω στην ευθύνη νεοελλ. εμπεριέχω, κρύβω μέσα μου («το γεγονός ενέχει κινδύνους») αρχ. 1. (με δοτ. προσ.… …

    Dictionary of Greek

  • 46εχθοδοπώ — ἐχθοδοπῶ, έω (ΑΜ) [εχθοδαπός] μσν. μέσ. ἐχθοδοποῡμαι, έομαι πιάνω έχθρα αρχ. φέρομαι εχθρικά, γίνομαι εχθρός με κάποιον («ὅ τέ μ ἐχθοδοπῆσαι ἐφήσεις Ἥρῃ», Ομ. Ιλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 47εχθρή — ἐχθρή και ὀκουθρή, ἡ (Μ) (θηλ. τού εχθρός) η εχθρά …

    Dictionary of Greek

  • 48εχθραΐζω — ἐχθραΐζω (Α) [έχθρα] είμαι εχθρός, εχθρεύομαι …

    Dictionary of Greek

  • 49εχθραίνω — ἐχθραίνω (ΑΜ) [έχθρα] (μεταγ. τ. τού εχθαίρω) 1. μισώ, εχθρεύομαι 2. βρίσκομαι σε εχθρικές σχέσεις με κάποιον, είμαι εχθρός («δύο ἀδελφοὶ ἐχθραίνοντες ἀλλήλοις», Τζέτζ.) 3. κάνω κάποιον εχθρικό, μισητό («τὰς Ἑλληνίδας πόλεις ἤχθραινε τῷ Δαρείῳ»… …

    Dictionary of Greek

  • 50εχθραντικός — ἐχθραντικός, ή, όν (Μ) [εχθραίνω] επιρρεπής σε έχθρα, εχθρικός …

    Dictionary of Greek