ἔχθρα

  • 111Λέβαντ Κόμπανι — (αγγλ. Levant Company = Εταιρεία της Ανατολής). Αγγλικός εμπορικός οργανισμός με πολιτική δύναμη. Είχε ως πεδίο δράσης κυρίως την ανατολική Μεσόγειο και οι διαδικασίες για την ίδρυσή της ξεκίνησαν το 1580. Ο Άγγλος έμπορος Γουίλιαμ Χάρμπορν… …

    Dictionary of Greek

  • 112Μαλασπίνα, Αλεσάντρο — (Alessandro Malaspina, Μουλάτσο, Λουνιγκιάνα 754 – Ποντρεμόλι, 1810). Ιταλός θαλασσοπόρος και εξερευνητής. Ήταν ο τρίτος γιος του μαρκησίου Κάρλο Μορέλο και της Καταρίνα Μελιλούπι, κόρης του πρίγκιπα της Σοράγια. Το δουκάτο της Πάρμας, όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 113Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …

    Dictionary of Greek

  • 114Πιοτρ — Ρώσος μητροπολίτης (13ος – 14ος αι.). Καταγόταν από τη νοτιοδυτική Ρωσία. Σε τοποθεσία κοντά στον ποταμό Ρατ ίδρυσε ένα μοναστήρι του οποίου έγινε ηγούμενος. Το 1308, με τη βοήθεια του πρίγκιπα Γιούρι Λβόβιτς Γκαλίτσκι, διορίστηκε από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 115Σαμαρείτες — Κάτοικοι της Σαμάραας. Όταν το 721 π.Χ. οι Εβραίοι εξορίστηκαν, οι Ασσύριοι έφεραν στη Σ. άλλους πληθυσμούς που προέρχονταν από τη Βαβυλωνία και τη Συρία και οι οποίοι, αφού αναμείχθηκαν με τους Εβραίους που είχαν παραμείνει, δημιούργησαν ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 116Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… …

    Dictionary of Greek

  • 117Σομαλία — Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της …

    Dictionary of Greek

  • 118ԹՇՆԱՄԵԲԱՐ — ( ) NBH 1 0815 Chronological Sequence: Unknown date մ.ա. Իբր Թշնամաբար, եւ Թշնամական. ἕχθρα. *Եւ ամենայնի այսոքիկ թշնամեբար եւ իբրու չար ինչ առ լինիցի. Պղատ. տիմ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 119ԹՇՆԱՄԻ — (մւոյ, մեաց.) NBH 1 0816 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c ա.գ. ἑχθρός, δυσμενής inimicus, hostis, malevolus. թ. տիւզմէն, տիւզման. (յն. տիսմէնի՛ս.) Ոսոխ. հակառակորդ. չարակամ. ատելի. դժկամակ. դժնեայ. *Մատնեաց ʼի ձեռս… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 120ԹՇՆԱՄՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0816 Chronological Sequence: Early classical, 8c գ. ἕχθρα, δυσμένεια inimicitia, hostilitas Թշնամի գոլն. չարակամութիւն. ատելութիւն. ոխ. ... *Եդից թշնամութիւն ʼի մէջ քո եւ ʼի մէջ կնոջդ: Եթէ առ թշնամութեան մղեսցէ զնա: Թշնամութեամբ ոխս… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)