ἔχεις τι

  • 71δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 72είντα — και είντας (Μ εἶντα) 1. τί («δεν ξεύρω είντα θέλουσι», «λογιάσετε είντα ναι η δύναμίς μου») 2. πόσο μεγάλο, τί λογής («είντα κανίσκιν άσκημο μ έχεις κανισκεμένη») 3. πόσο, τί λογής («είντα κακή ξημέρωσε τούτη για μένα η μέρα») 4. γιατί, για ποιό… …

    Dictionary of Greek

  • 73εκτός — (I) ἑκτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που μπορεί κανείς να τον έχει, να τον αποκτήσει 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκτά οι ιδιότητες τής ουσίας (κατά τους Στωικούς). (II) επίρρ. (AM ἐκτός) 1. έξω, μακριά, προς τα έξω («στῆ δ ἐκτὸς κλισίης», Ιλ. Ξ) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 74επίμαστος — ἐπίμαστος, ον (Α) [επιμαίομαι] ζητιάνος («οἷον μέν τινα τοῡτον ἔχεις ἐπίμαστον ἀλήτην», Ομ. Οδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 75επιδέξιος — και πιδέξιος, α, ο (AM ἐπιδέξιος, α, ον) [δεξιός] 1. ικανός, επιτήδειος σε κάτι («ἐπιδέξιος τεχνίτης», «ἀπέστειλεν ἀνθρώπους ἐπιδεξίους», «ἐπιδέξιος προς ή περί τι») 2. έξυπνος, ευφυής («ως γνωστικὸς και φρόνιμος και ἐπιδέξιος») μσν. νεοελλ. το… …

    Dictionary of Greek

  • 76εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… …

    Dictionary of Greek

  • 77ευψυχώ — εὐψυχῶ, έω (ΑΜ) [εύψυχος Ι] είμαι εύψυχος, έχω θάρρος και τόλμη μσν. αντέχω, είμαι γερός αρχ. 1. (το απρμφ.) εὐψυχεῑν να χαίρεσαι, να είσαι ευτυχής 2. (σε επιτύμβια επιγρ.) φρ. «εὐψύχει» αναπαύσου, ας έχεις ελαφρό χώμα …

    Dictionary of Greek

  • 78εφήκω — ἐφήκω (Α) 1. έρχομαι, φθάνω σε κατάλληλη στιγμή («καιρὸν δ ἐφήκεις» έχεις φθάσει στον κατάλληλο καιρό, Σοφ.) 2. (για χρόνο) φθάνω, έχω καταφθάσει («ἐπειδὴ ἡ ἡμέρα ἐφῆκε», Θουκ.) 3. καταλαμβάνω έκταση, κατέχω χώρο («ὅσον ἄν ἡ μόρα ἐφήκῃ» όσο τόπο… …

    Dictionary of Greek

  • 79θαρρετός — και θαρρευτός, ή, ό [Μ θαρρετός, ή, ό(ν)] [θαρρώ] 1. αυτός που έχει θάρρος, θαρραλέος, τολμηρός 2. ενθαρρυντικός («θαρρετό σημάδι», Φαλιέρ.) νεοελλ. 1. θρασύς, αναιδής, αυθάδης («σαν πολύ θαρρετός είναι αυτός και δεν μού αρέσει») 2. ταχύς,… …

    Dictionary of Greek

  • 80θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …

    Dictionary of Greek