ἔφορμος
1ἔφορμος — 1 at anchor masc/fem nom sg ἔφορμος 2 masc nom sg …
2έφορμος — (I) ἐφορμος, ὁ (Α) εφόρμηση, επίθεση, επιδρομή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. τού εφ ορμώ Ι]. (II) ἐφορμος, ον (Α) αγκυροβολημένος σε όρμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὅρμος ΙΙ] …
3ἔφορμον — ἔφορμος 1 at anchor masc/fem acc sg ἔφορμος 1 at anchor neut nom/voc/acc sg ἔφορμος 2 masc acc sg …
4ἐφόρμους — ἔφορμος 1 at anchor masc/fem acc pl ἔφορμος 2 masc acc pl …
5ἐφόρμῳ — ἔφορμος 1 at anchor masc/fem/neut dat sg ἔφορμος 2 masc dat sg …
6ἔφορμοι — ἔφορμος 1 at anchor masc/fem nom/voc pl ἔφορμος 2 masc nom/voc pl …
7εφορμίζω — (Α ἐφορμίζω) [έφορμος II] 1. ορμίζω, οδηγώ πλοίο σε όρμο, προσορμίζω 2. (μέσ. και παθ.) εφορμίζομαι εισπλέω σε όρμο, μπαίνω σε λιμάνι, προσορμίζομαι, αράζω αρχ. 1. ζητώ καταφύγιο σε κάποιον τόπο ή σε κάτι 2. μέσ. εφορμώ, επιτίθεμαι …
8εφορμώ — (I) (ΑΜ ἐφορμῶ, άω) ορμώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, επέρχομαι, επιπίπτω, χυμάω αρχ. 1. διεγείρω, παρορμώ, ξεσηκώνω κάποιον εναντίον κάποιου 2. (με απρμφ.) επιθυμώ 3. (χωρίς εχθρική σημασία) κινούμαι, ορμώ μπροστά, τινάζομαι 4. (παθ. και μέσ.)… …