ἔφλιδεν διέρρεεν
1αφλοισμός — ἀφλοισμός, ο (Α) οι αφροί που βγάζει κανείς από το στόμα όταν είναι έξαλλος από θυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. «Άπαξ ειρημένη» ομηρική λέξη (Ιλ. Ο 607) που έχει ερμηνευθεί από τους σχολιαστές ως παράλληλος, πιθ. αιτωλικός, τ. του αφρός. Πρόκειται για δηλωτική… …
2φλιδάνω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φλιδάνει διαπίπτει, διαρρεῖ». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλι δ (β., λ. φλίω), κατά τα ρ. σε άνω. Παρλλ. απαντά και ένας τ. αορ. ἔφλιδεν διέρρεεν, ἐρρήγνυεν (για το ζεύγος φλιδάνω: ἔφλιδον, πρβλ. ἁμαρτάνω: ἥμαρτον, καταδαρθάνω:… …
3bhlei-2 — bhlei 2 English meaning: to swell Deutsche Übersetzung: “aufblasen, schwellen, strotzen, ũberfließen” Note: extension from bhel ds. Material: Nor. dial. bleime, O.S. blēma “ bleb on the skin “ (compare Nor. bläema ds. under… …