ἔφευγον
1ἔφευγον — φεύγω flee imperf ind act 3rd pl φεύγω flee imperf ind act 1st sg …
2εναντία — ἐναντία και ἐναντίον (AM) 1. (με γεν.) απέναντι 2. (με δοτ. με εχθρ. σημ.) εναντίον κάποιου («ἐναντία τοῑς Λακεδαιμονίοις», Ξεν.) 3. (με άρθρο) τἀναντία αντίθετα («oἱ δὲ Ἕλληνες τἀναντία στρέψαντες ἔφευγον», Ξεν.) …
3ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …
4ποσός — ή, όν, ΝΜΑ αρχ. (αόρ. αντων.) 1. αυτός που έχει ποσότητα ή μέγεθος (α. «ποσόν τι γὰρ ὄν, ὁπόσον ἂν ᾖ, τοσοῡτον ὅλον ἀναγκαῑον εἶναι», Πλάτ. β. «ποσά τῶν περιφερῶν», Επίκτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. ποσόν βλ. ποσό 3. φρ. α) «ἐπὶ ποσόν» για κάποιο… …
5σφαδάζω — ΝΜΑ, και σφαράζω και σφαράσσω Ν, και δ. γρφ. σφαδάζω και σφαδαΐζω και σφραδάζω Α κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με σφοδρότητα, σπαρταρώ (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ τού δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», Πλούτ.)… …