ἔτλᾰν

  • 1ἔτλαν — τλάω suffer aor ind act 3rd pl (epic) ἔτλᾱν , τλάω suffer aor ind act 3rd pl (doric) τλάω suffer aor ind act 1st sg (epic) ἔτλᾱν , τλάω suffer aor ind act 1st sg (doric) ἔτλᾱν , τλάω suffer imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἔτλᾱν , τλάω… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πολύτλας — αντος, ὁ, ΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) αυτός που υπέμεινε πολλά, καρτερικός («τὸν δ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλας (< τλῆναι, απαρμφ. τού επικ. αορ. ἔτλαν τού τλῶ, άω)] …

    Dictionary of Greek