ἔσφᾶλε
1ἔσφαλε — σφάλλω make to fall aor ind act 3rd sg ἔσφᾱλε , σφάλλω make to fall aor ind act 3rd sg (doric) …
2αλείτης — ἀλείτης, ο (Α) 1. (για τον Πάρι και τούς μνηστήρες τής Πηνελόπης) αμαρτωλός, ανόσιος, κακούργος 2. αυτός που δεν φέρθηκε σωστά σε κάποιον, που έσφαλε απέναντί του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνήθως το επίθ. συνδέεται με λ. από τη γερμανική… …
3κενό — (Φυσ.) Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδειχθεί ένας συγκεκριμένος χώρος (ιδιαίτερα ένα κλειστό δοχείο), όπου η πυκνότητα της ύλης είναι πολύ χαμηλή. Στο εργαστήριο, η μέτρηση του κ. οδηγεί σε μια μέτρηση της πίεσης του αερίου που παραμένει στο …
4ομοούσιος — α, ο (ΑΜ ὁμοούσιος, ον) 1. αυτός που σύγκειται από την ίδια ουσία με κάποιον άλλο, αυτός που έχει την ίδια φύση 2. φρ. «ομοούσιος τῳ πατρί» εκκλ. (για τον Ιησού Χριστό) αυτός που έχει την ίδια ουσία με τον πατέρα, αυτός που είναι κατά φύσιν θεός… …
5τρομάζω — ΝΜΑ, και τρομάσσω ΝΜ [τρόμος] 1. προκαλώ σε κάποιον αιφνίδιο και ζωηρό φόβο (α. «τήν τρομάζουν οι θόρυβοι τής νύχτας» β. «δεν μάς τρομάζουν οι απειλές» γ. «αὐτοὶ οἱ λίθοι αὐτὸν ἐτρόμαξαν», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. 1. (αμτβ.) (με το να) προσπαθώ πολύ …
6σφάλλω — έσφαλα, εσφαλμένος, κάνω λάθος: Έσφαλε και θα τιμωρηθεί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7ἔσφαλ' — ἔσφᾱλα , σφάλλω make to fall aor ind act 1st sg (doric) ἔσφαλε , σφάλλω make to fall aor ind act 3rd sg ἔσφᾱλε , σφάλλω make to fall aor ind act 3rd sg (doric) …