ἔστιν κακόν μοι προπεφυραμένον
1προφυρώ — άω, Α 1. ζυμώνω προηγουμένως 2. μτφ. προετοιμάζω, προσχεδιάζω («ἔστιν κακόν μοι προπεφυραμένον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φυρῶ «αναμιγνύω νερό με αλεύρι για να κατασκευάσω ζυμάρι»] …
1προφυρώ — άω, Α 1. ζυμώνω προηγουμένως 2. μτφ. προετοιμάζω, προσχεδιάζω («ἔστιν κακόν μοι προπεφυραμένον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φυρῶ «αναμιγνύω νερό με αλεύρι για να κατασκευάσω ζυμάρι»] …