ἔσσυτο
1ἔσσυτο — σεύω put in quick motion imperf ind mid 3rd sg (homeric ionic) …
2εκσεύομαι — ἐκσεύομαι (Α) 1. ορμώ, εξορμώ, εξέρχομαι, τρέχω έξω («πυλέων ἐξέσσυτο φαίδιμος Ἕκτωρ», Ιλ. Η) 2. (για κρασί) ξεχύνομαι, χύνομαι προς τα έξω 3. (για ύπνο) εγκαταλείπω, φεύγω 4. (απολ.) εξορμώ, βγαίνω ορμητικά προς τα έξω, ξεχύνομαι («πᾱσαι δ… …
3σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… …
4ἔσσυτ' — ἔσσυται , σεύω put in quick motion pres ind mid 3rd sg ἔσσυτο , σεύω put in quick motion imperf ind mid 3rd sg (homeric ionic) …
5kēi- — kēi English meaning: to move Deutsche Übersetzung: “in Bewegung setzen, in Bewegung sein” Note: (: kǝi : kī̆ ); eu basis (partly with n Infix) kī (n )eu ; heavy basis kiǝ (: kiē ?) Material: Gk. κίω “go away, travel” is late… …