ἔσπειρα
1ἔσπειρα — σπείρω sow aor ind act 1st sg …
2ἐσπειραμένον — ἐσπειρᾱμένον , σπειράομαι to be coiled perf part mp masc acc sg (attic) ἐσπειρᾱμένον , σπειράομαι to be coiled perf part mp neut nom/voc/acc sg (attic) ἐσπειρᾱμένον , σπειράομαι to be coiled perf part mp masc acc sg (doric aeolic)… …
3σπέρνω — έσπειρα, σπάρθηκα, σπαρμένος 1. ρίχνω σπόρους στο χωράφι: Φέτος έσπειρα τα χωράφια με αυτόματες μηχανές. 2. διαδίδω: Σπέρνει καινά δαιμόνια. – Έσπειρε τον πανικό. 3. «Σπέρνω ζιζάνια», δημιουργώ αφορμές για έριδες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐσπειραμένοι — ἐσπειρᾱμένοι , σπειράομαι to be coiled perf part mp masc nom/voc pl (attic) ἐσπειρᾱμένοι , σπειράομαι to be coiled perf part mp masc nom/voc pl (doric aeolic) …
5ἐσπειραμένος — ἐσπειρᾱμένος , σπειράομαι to be coiled perf part mp masc nom sg (attic) ἐσπειρᾱμένος , σπειράομαι to be coiled perf part mp masc nom sg (doric aeolic) …
6ἐσπειραμένου — ἐσπειρᾱμένου , σπειράομαι to be coiled perf part mp masc/neut gen sg (attic) ἐσπειρᾱμένου , σπειράομαι to be coiled perf part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) …
7ἐσπειραμένους — ἐσπειρᾱμένους , σπειράομαι to be coiled perf part mp masc acc pl (attic) ἐσπειρᾱμένους , σπειράομαι to be coiled perf part mp masc acc pl (doric aeolic) …
8ἐσπείραται — ἐσπείρᾱται , σπειράομαι to be coiled perf ind mp 3rd sg (attic) ἐσπείρᾱται , σπειράομαι to be coiled perf ind mp 3rd sg (doric aeolic) …
9ἔσπειρ' — ἔσπειρα , σπείρω sow aor ind act 1st sg ἔσπειρε , σπείρω sow aor ind act 3rd sg ἔσπειρε , σπείρω sow imperf ind act 3rd sg …
10ἐσπείραντο — σπείρω sow aor ind mid 3rd pl ἐσπείρᾱντο , σπειράομαι to be coiled plup ind mp 3rd pl (attic) ἐσπείρᾱντο , σπειράομαι to be coiled plup ind mp 3rd pl (doric aeolic) ἐσπείρᾱντο , σπειράομαι to be coiled imperf ind mp 3rd pl (attic) …