ἔσεσθ'

  • 1ἔσεσθ' — ἔσεσθε , εἰμί sum fut ind mid 2nd pl ἔσεσθαι , εἰμί sum fut inf mid ἔσεσθε , εἰσίημι sendinto aor imperat mid 2nd pl ἔσεσθε , εἰσίημι sendinto aor ind mid 2nd pl (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2μινυνθάδιος — μινυνθάδιος, ία, ον (Α) 1. ολιγοχρόνιος, βραχύβιος («μινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσεσθ », Ομ. Ιλ.) 2. μικρός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μινυνθαδία (κατά τον Ησύχ.) «ἡ σελήνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυνθ τού επιρρ. μίνυνθα* + κατάλ. άδιος (πρβλ. κρυφ άδιος)] …

    Dictionary of Greek