ἔρῡτο
1ἔρυτο — ἔρῡτο , ῥύομαι se sru aor ind mp 3rd sg …
2ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …
3Εχίων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους πέντε χαλύβδινους άνδρες, οι οποίοι βγήκαν από τη Γη όταν o Κάδμος, σύμφωνα με τη συμβουλή της Αθηνάς, σκόρπισε τα δόντια του δράκοντα που είχε σκοτώσει. Οι άνδρες αυτοί βοήθησαν στο χτίσιμο της Θήβας …