ἔρυμα

  • 21στυμνός — ή, όν, Α συμπαγής, σκληρός, στερεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῦμμα + επίθημα νός (πρβλ. ἐρυμ νός: ἔρυμα)] …

    Dictionary of Greek

  • 22συγκλείω — ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α [κλείω / κλῄω] κλείνω μαζί αρχ. 1. κλείνω μέσα, περικλείω («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στήθος», Αριστοτ.) 2. περιλαμβάνω («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», Πλούτ.) 3. αποκλείω, φράζω («[ἡ πολεμία] ξυνέκληε …

    Dictionary of Greek

  • 23Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… …

    Dictionary of Greek

  • 24Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… …

    Dictionary of Greek

  • 25u̯er-5 (*su̯er-) —     u̯er 5 (*su̯er )     English meaning: to close, cover; to guard, save     Deutsche Übersetzung: “verschließen, bedecken; schũtzen, retten, abwehren”     Material: A. With Präfixen: ‘shut” and “öffnen”; “door”; u̯ortom “gate”. O.Ind. api… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary