ἔρος θῦμόν

  • 1περιπροχέω — Α (κυρίως στον Όμ.) (ιδίως το παθ.) περιπροχέομαι χύνομαι ολόγυρα, περιχύνομαι («οὐ γάρ πώ ποτέ μ ὧδε θεᾱς ἔρος... θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχυθεὶς ἐδάμασσε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + προχέω «χύνω προς τα εμπρός»] …

    Dictionary of Greek