ἔργον ἔργῳ
1ἔργῳ — ἔργον weorc neut dat sg …
2ἔργω — ἔργνυμι pres ind act 1st sg ἔργον weorc neut nom/voc/acc dual ἔργον weorc neut gen sg (doric aeolic) …
3τοὔργῳ — ἔργῳ , ἔργον weorc neut dat sg …
4ἔργωι — ἔργῳ , ἔργον weorc neut dat sg …
5έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …
6λοξοεργώ — λοξοεργῶ, έω (Μ) εργάζομαι λοξά ή κάνω κακές πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + εργῶ (< εργός < ἔργον), πρβλ. λιν εργώ, συν εργώ] …
7Codex Alexandrinus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 02 …
8βαθυεργώ — βαθυεργῶ ( έω) (AM) σκάβω, οργώνω βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + εργώ < εργός < έργον] …
9οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… …
10προθυμοεργώ — έω, Μ εργάζομαι με προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθυμος + εργῶ (< εργός < ἔργον)] …
- 1
- 2