ἔργον ἔργῳ

  • 11ταυτοεργώ — έω, Α επιτελώ το ίδιο έργο με κάποιον άλλον, ταὐτοενεργῶ* («ταὐτοεργεῑ ἡ ἁγία τριάς», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + εργῶ (< ἔργον*) μέσω ενός αμάρτυρου τ. *ταὐτοεργός (πρβλ. τον συνηρημ. τ. ταὐτουργός)] …

    Dictionary of Greek