ἔργα μεγάλα καὶ θ

  • 61ξυλογραφία — Χαρακτική σε ξύλο. Τα καταλληλότερα ξύλα είναι η αχλαδιά, η μηλιά, η κερασιά, το τσιμισίρι, η συκομουριά και γενικά τα σκληρά και όχι εύθραυστα ξύλα. Υπάρχουν δύο τύποι ξ.: η ξ. σε όρθιο ξύλο και η ξ. σε πλάγιο ξύλο. Στην ξ. σε όρθιο ξύλο η… …

    Dictionary of Greek

  • 62Ευφράτης — I (αραβ. Ελ Φουράτ, τουρκ. Φιράτ). Ποταμός (2.760 χλμ.) της δυτικής Ασίας με λεκάνη απορροής 765.000 τ. χλμ. Λόγω του μήκους του είναι ένας από τους σημαντικότερους ποταμούς της ηπείρου. Εκβάλλει στον Ινδικό ωκεανό. Πηγάζει από την τουρκική… …

    Dictionary of Greek

  • 63Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήρας — Το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο Θήρας ιδρύθηκε στις αρχές του 20ού αι., για να στεγάσει τα πλούσια ευρήματα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές που διενεργούνταν στην αρχαία Θήρα από το 1896. Το κτίριο του πρώτου μουσείου καταστράφηκε από το μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 64Κούπερ, Τζέιμς Φένιμορ — (James Fenimore Cooper, Μπάρλινγκτον, Νιου Τζέρσεϊ 1789 – Κούπερσταουν, Νέα Υόρκη 1851). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος μεγαλοκτηματία αποίκου των δυτικών περιοχών, ο Κ. μεγάλωσε σε επαφή με την παρθένα φύση που τη μεταμόρφωσαν οι πρωτοπόροι και με… …

    Dictionary of Greek

  • 65θαυμαστός — ή, ό (AM θαυμαστός, Μ και θαμαστός, Α ιων. τ. θωμαστός, ή, όν) [θαυμάζω] αυτός που προκαλεί τον θαυμασμό, αξιοθαύμαστος, θαυμάσιος, εξαίρετος (α. «κατορθώματά τε θαυμαστὰ πραχθέντα ἔξ ἐκείνων», Διγεν.Ακρ. β. «ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά», Ηρόδ. γ …

    Dictionary of Greek

  • 66ποσό — το 1. καθετί που μετριέται, αλλ. ποσότητα. 2. ποσότητα χρημάτων: Τα μεγάλα έργα χρειάζονται και μεγάλα ποσά …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 67Herodote — Hérodote Pour les articles homonymes, voir Hérodote (homonymie). Hérodote …

    Wikipédia en Français

  • 68Hérodote — Pour les articles homonymes, voir Hérodote (homonymie). Hérodote …

    Wikipédia en Français

  • 69Heródoto — Para otros usos de este término, véase Heródoto (desambiguación). Heródoto Busto de Heródoto Nombre completo Heródoto de Halica …

    Wikipedia Español

  • 70μεγαλεπήβολος — και μεγαλεπίβολος, η, ο (Α μεγαλεπήβολος και μεγαλεπίβολος, ον) αυτός που επιχειρεί μεγάλα, τολμηρά και δύσκολα έργα νεοελλ. 1. αυτός ο οποίος ενέχει μεγαλειότητα («μεγαλεπήβολα έργα») 2. φρ. «μεγαλεπήβολα σχέδια» σχέδια που τείνουν προς μεγάλους …

    Dictionary of Greek