ἔπ-οικτος
41φεισμονή — ἡ, Α (κατά το λεξ. Σούδα και τον Φώτ.) οίκτος, έλεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεί δομαι + κατάλ. μονή (< κατάλ. μων), πρβλ. πλησ μονή, φλεγμονή] …
42φιλοικτίρμων — οίκτιρμον, Α 1. ο φιλεύσπλαγχνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοί κτιρμον οίκτος για τους άλλους. επίρρ... φιλοικτιρμόνως Α με οίκτο, με έλεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οἰκτίρμων «ελεήμων, φιλεύσπλαγχνος»] …
43Αντιγόνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρωίδα του μύθου των Λαβδακιδών, κόρη του Οιδίποδα και της Ιοκάστης, όπως και η Ισμήνη, o Ετεοκλής και o Πολυνείκης, ή της Ευρυγανείας, όπως αναφέρεται στο παλαιό έπος Οιδιπόδεια. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα αναφέρει τον μύθο των… …
44έλεος — το ελέους, πληθ. ελέη,1. οίκτος, ευσπλαχνία, συμπόνια, πονοψυχιά. 2. φιλανθρωπία, ελεημοσύνη, βοήθημα: Αδερφές του ελέους. 3. απόλυτη διάθεση, αυθαίρετη θέληση: Οι άμαχοι βρέθηκαν στο έλεος των κατακτητών. 4. ούτε ελάχιστο, ούτε όσο αρκεί για… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
45λύπη — η 1. θλίψη, οδύνη: Πέθανε από τη λύπη της για το χαμό του άντρα της. 2. οίκτος, συμπόνια: Κράτησε από λύπη τα κουτάβια. 3. δυσαρέσκεια για κάτι που δεν έπρεπε να συμβεί: Εκφράσαμε τη λύπη μας για την ατυχία που τον βρήκε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
46λύπηση — η οίκτος, ευσπλαχνία: Με τα κουρέλια που φορούσε ήταν για λύπηση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
47συμπάθεια — η 1. οίκτος: Η τραγική κατάσταση των προσφύγων προκάλεσε τη συμπάθεια όλων. 2. ψυχική έλξη, ενδιαφέρον: Δεν κρύβει τη συμπάθειά της προς αυτόν. 3. κατανόηση, φιλική διάθεση: Ζήτησε από τους κριτικούς να δουν με συμπάθεια το έργο του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
48οἴκτοις — οἴ̱κτοις , οἶκτος pity masc dat pl …
49οἴκτοισι — οἴ̱κτοισι , οἶκτος pity masc dat pl (epic ionic aeolic) …
50οἴκτοισιν — οἴ̱κτοισιν , οἶκτος pity masc dat pl (epic ionic aeolic) …