ἔπ-οικτος
21κλαυθμός — ο (AM κλαυθμός, Μ και κλαθμός, κλαυμός, κλαημός, κλιαμός) κλάμα, κλάψιμο, θρήνος («κλαυθμὸς ἅμα διὰ πάντων ἐχώρει καὶ πολὺς οἶκτος ἦν», Πλούτ.) νεοελλ. (συν. στη φρ.) «κλαυθμός και οδυρμός» γοερός θρήνος για μεγάλη συμφορά νεοελλ. μσν. έντονο… …
22λυπημός — ο [λυπώ] 1. οίκτος, ευσπλαχνία, συμπόνια, λύπηση 2. ό,τι προκαλεί τον οίκτο …
23λυπησία — λυπησία, ἡ (Μ) οίκτος, ευσπλαχνία, λύπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λύπηση κατά τα θηλ. σε ία] …
24λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 …
25λύπηση — η (Μ λύπησις) [λυπώ] οίκτος, ευσπλαχνία, συμπόνια («έτσι που κατάντησε είναι για λύπηση») νεοελλ. 1. μεγάλη λύπη, μεγάλη θλίψη 2. φρ. α) «παίρνω λύπηση» λυπάμαι β) «έχω λύπηση σε κάποιον» συμπονώ κάποιον …
26οίζω — οἴζω και ὀΐζω (Α) θλίβομαι, θρηνώ, πενθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφών. οἴ + κατάλ. ζω (πρβλ. οιμώζω, οίκτος)] …
27οίκτιστος — οἴκτιστος, ίστη, ον (Α) 1. άξιος πολύ μεγάλου οίκτου, πάρα πολύ αξιοθρήνητος («οἰκτίστοις ἐλέγοισιν ὀδύρεται», Απολλ. Ρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) οἴκτιστα με πάρα πολύ οίκτο. επίρρ... οἰκτίστως (Α) με οίκτιστο τρόπο, με πάρα πολύ οίκτο.… …
28οίμοι — (ΑΜ οἴμοι, Α και ὤμοι και ᾤμοι) (επιφών. για έκφραση θλίψης, πόνου, οίκτου, τρόμου και απροσδόκητης συμφοράς) αλίμονο («οἴμοι ταλαίνης ἆρα τῆσδε συμφορᾱς», Σοφ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα σχηματισμένο από το επιφών. οἴ* και τη δοτ. μοι τού α προσ. τής… …
29οικτίζω — οἰκτίζω (Α) [οίκτος] 1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, οικτίρω («ὅπως μὴ σ αὐτὸν οἰκτιεῑς ποτέ», Αισχύλ.) 2. μέσ. οἰκτίζομαι α) πενθώ β) εκδηλώνω τη λύπη μου («ὅταν Δημοσθένης ἐξαπατῆσαι βουλόμενος καὶ παρακρουόμενος ὑμᾱς… …
30οικτικός — οἰκτικός, ή, όν (Α) [οίκτος] αυτός που εκφράζει οίκτο …