ἔπ-οικτος

  • 11οικτοσύνη — οἰκτοσύνη, ἡ (Α) [οίκτος] οίκτος …

    Dictionary of Greek

  • 12Mitleid — (griech. ἔλεος, οἶκτος, später auch συμπάθεια, lat. commiseratio, compassio, misericordia, frz./eng. commiseration, compassion, pitié bzw. pity) ist die gefühlte Anteilnahme an Schmerz und Leid anderer. Mitleid ist ein zentraler Begriff der… …

    Deutsch Wikipedia

  • 13άνοικτος — ἄνοικτος, ον (Α) [οίκτος] ανοικτίρμων* …

    Dictionary of Greek

  • 14έποικτος — ἔποικτος, ον (Α) [οίκτος] αξιολύπητος …

    Dictionary of Greek

  • 15απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… …

    Dictionary of Greek

  • 16εποικτείρω — ἐποικτείρω και ἐποικτίρω (Α) αισθάνομαι λύπη, οίκτο για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οικτίρω (< οικτρός < οίκτος)] …

    Dictionary of Greek

  • 17εύοικτος — εὔοικτος, ον (Α) ευσπλαγχνικός («εὔοικτος αὐτοκράτωρ», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οίκτος] …

    Dictionary of Greek

  • 18κατέλεος — κατέλεος, τὸ (Α) έλεος, οίκτος …

    Dictionary of Greek

  • 19κατοίκτισις — κατοίκτισις, ίσεως, ἡ (Α) [κατοικτίζω] οίκτος, ευσπλαγχνία, συμπόνοια …

    Dictionary of Greek

  • 20κατοικτίζω — (Α) 1. ευσπλαγχνίζομαι κάποιον, κατοικτείρω* («τοὺς δὲ σοὺς ὅποι θεοὶ πόνους κατοικτιοῡσιν οὐκ ἔχω μαθεῑν», Σοφ.) 2. εγείρω τον οίκτο («τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ ἤ τέρψαντά τι ἤ δυσχεράναντ ἤ κατοικτίσαντά πως», Σοφ.) 3. μέσ. κατοικτίζομαι θρηνώ για …

    Dictionary of Greek