ἔποικος
1ἔποικος — settler masc/fem nom sg …
2έποικος — ο (AM ἔποικος, ον) 1. αυτός που εγκαθίσταται μόνιμα σε ήδη κατοικημένη περιοχή 2. εκείνος που εγκαθίσταται από το κράτος σε απαλλοτριωμένη ή κατακτημένη περιοχή μσν. κάτοικος αρχ. 1. ξένος, αυτός που έρχεται από άλλη χώρα και δεν έχει πολιτικά… …
3έποικος — ο 1. ξένος εγκαταστημένος σε τόπο ήδη κατοικημένο. 2. ο άποικος, ο εγκαταστημένος σε αποικία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἔποικον — ἔποικος settler masc/fem acc sg ἔποικος settler neut nom/voc/acc sg …
5ἐποίκοις — ἔποικος settler masc/fem/neut dat pl ἐπέοικε perf opt act 2nd sg (ionic) …
6ἐποίκους — ἔποικος settler masc/fem acc pl …
7ἐποίκων — ἔποικος settler masc/fem/neut gen pl …
8ἔποικα — ἔποικος settler neut nom/voc/acc pl …
9ἔποικοι — ἔποικος settler masc/fem nom/voc pl …
10εποικίζω — (AM ἐποικίζω) [έποικος] 1. εγκαθιστώ εποίκους σε ήδη κατοικημένο τόπο νεοελλ. εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες σε δημόσιες ή απαλλοτριωμένες εκτάσεις αρχ. 1. τειχίζω («πόλιν ἐποικίσαι Λακεδαιμονίοις») 2. καλλιεργώ («ἔδωκεν κῆπον ἐποικίσαι»).… …