ἔπεα τρώεσσι

  • 1μεταυδώ — μεταυδῶ, άω (Α) 1. αποτείνω τον λόγο σε κάποιον, προσφωνώ κάποιον, μιλώ με κάποιον («ἔπεα Τρώεσσι μετηύδα», Ομ. Ιλ.) 2. (μτγν. με αιτ. προσ.) απαντώ σε κάποιον, αποκρίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αὐδῶ «ομιλώ» (< αὐδή «φωνή»)] …

    Dictionary of Greek