ἔπαλπνος
1έπαλπνος — ἔπαλπνος, ον (Α) γλυκός, προσηνής, ευχάριστος, τερπνός («νόστος... ἔπαλπνος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *αλπνός (θετ. βαθμός τού άλπνιστος «ηδύτατος, πολύ εύχάριτος»), τ. που απαντά μόνο στο ανωτέρω σύνθετο] …
2ἔπαλπνος — cheerful masc/fem nom sg …
3αρπαλέος — ἁρπαλέος, α, ον (Α) 1. ο άπληστος 2. ο γοητευτικός ή ελκυστικός 3. επίρρ. ( έως) α) άπληστα, βιαστικά β) πρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλπαλέος «αγαπητός» (Ησύχ.), με ανομοίωση < ρίζα αλπ παρεκτεταμένη με αλ (πρβλ. άλπνιστος, έπαλπνος). Η δασύτητα… …
4u̯el-2, u̯lei-, u̯lē(i)- — u̯el 2, u̯lei , u̯lē(i) English meaning: to wish; to choose Deutsche Übersetzung: “wollen, wählen” Material: A. O.Ind. unthemat. 3. sg. Med. Aor. avr̥ta, Opt. vurīta, participle urüṇ a ; vr̥ṇītē, vr̥ṇnüti, vr̥ṇōti, vr̥ṇutē… …